Πηγή: http://www.naturalchild.org/guest/peter_haiman.html
Του Δρ. Peter Haiman
Μετάφραση: Χρύσανθος Θεοχάρης
Πριν αρκετό καιρό – 30 / 11 / 2008 – είχα αναρτήσει ένα άρθρο με τίτλο Time-outs (Τάιμ-άουτ) και πώς να τα χρησιμοποιήσετε αποτελεσματικά (12 ως 24 μηνών). Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψή μου το παρακάτω άρθρο που αμφισβητεί την πρακτική των “τάιμ-άουτ”. Διαβάστε το και σχολιάστε το. Όπως πάντα, οι συζήτηση που ακολουθεί οδηγεί σε χρήσιμη ανταλλαγή απόψεων.
Επί αρκετές γενιές οι γονείς αναζήτησαν έγκυρους και βάσιμους τρόπους διαχείρισης και αντιμετώπισης της κακής παιδικής συμπεριφοράς Η πιο πρόσφατη και περισσότερο αποδεκτή απ΄το ευρύ κοινό τεχνική επιβολής πειθαρχίας είναι η γνωστή ως “Τάιμ-άουτ” (time-out) . Όμως, παρόλον ότι το τάιμ-αουτ είναι συγκριτικά καλύτερο απ΄ τις ξυλιές στα πισινά, δεν είναι πάντως ο κατάλληλότερος τρόπος για τους γονείς να αντιμετωπίσουν τις κακές συμπεριφορές των παιδιών τους. Επιπλέον η χρήση των τάιμ-αουτ μπορεί αργότερα να δημιουργήσει (άλλα) προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά. Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αίσθηση ευημερίας του παιδιού καθώς και να προκαλέσουν ένταση στη σχέση μεταξύ γονιών και παιδιού.
Η παιδική συμπεριφορά αποτελεί σύμπτωμα
Η συμπεριφορά των παιδιών έχει μια επαρκώς αιτιολογημένη βάση και αιτία. Καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό απ’ το πώς αισθάνονται για την κατάσταση που βρίσκονται σε μια δεδομένη στιγμή και κατά πόσο καλύπτονται οι σωματικές και ψυχοκοινωνικές τους ανάγκες. Αν μια ή περισσότερες ανάγκες τους δεν ικανοποιούνται, τα παιδιά σύντομα θα αρχίσουν να δυσανασχετούν. Τα παιδιά κλαίνε ή φωνάζουν όταν νοιώθουν άβολα και δυσάρεστα. Το κλάμα ενός μωρού ή ενός νηπίου αποτελεί αναγγελία συναισθημάτων απογοήτευσης και απόγνωσης. Οι φωνές τους έχουν μετεξελιχθεί και λειτουργούν ως μηχανισμός επιβίωσης. Προσελκύουν το ενδιαφέρον και την προσοχή των γονιών. Ο σκοπός μιας “φωνής” είναι να εξασφαλισθεί η μορφή και η ποιότητα της γονικής αγάπης και φροντίδας που θα προσφέρει την κάλυψη των άμεσων αναγκών πράγμα που θα εδραιώσει αισθήματα ασφάλειας στο παιδί. Οι αταξίες μεγαλύτερων παιδιών και εφήβων είναι κραυγή βοήθειας που ενημερώνει ότι οι ανάγκες τους μένουν ανικανοποίητες. Οι φωνές και οι αταξίες των παιδιών και των εφήβων κατά κάποιον τρόπο μοιάζουν με πονόλαιμο, βουλωμένη μύτη, μυαλγία, πυρετό. Όλα έχουν τα αίτιά τους. Ένας γιατρός γνωρίζει ότι άπαξ και ο ιός ή το βακτήριο που προκαλεί το σωματικό σύμπτωμα εξουδετερωθεί, τότε και τα προβληματικά συμπτώματα θα σταματήσουν. Παρομοίως, όταν οι γονείς κάνουν τη σωστή διάγνωση και κάνουν τις σωστές θεραπευτικές ενέργειες που θα αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των παιδιών και των εφήβων, τότε και τα συμπτώματα που λέγονται κλάματα, φωνές και αταξίες θα εξαφανιστούν.
Το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλείται απ’ την μη ικανοποίηση των σημαντικών αναγκών του ανθρώπου παραμένει πιεστικό και ισχύει σε όλα τα στάδια της ζωής του. Ιδιαίτερα όμως τα παιδιά, όταν οι ανάγκες τους μένουν ανικανοποίητες, μπορούν να αναστατωθούν και γίνουν πολύ απαιτητικά. Τα έντονα πολλές φορές ξεσπάσματά τους έχουν την αφετηρία τους, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, στο γεγονός ότι είναι εξαρτημένα άτομα. Αντίθετα με τους περισσότερους ενήλικες, τα παιδιά δεν διαθέτουν την ικανότητα να ικανοποιήσουν μόνα τους τις ανάγκες τους. Σωματικά είναι ανίκανα να εκτελέσουν αυτά που χρειάζονται για να φροντίσουν τον εαυτό τους. Επίσης, από τη φύση τους έχουν έντονες συναισθηματικές ανάγκες και είναι ευάλωτα και εύτρωτα. Αντίθετα πάλι με τους περισσότερους ενήλικες, τα νεαρά παιδιά έχουν αδυναμία να ανεχθούν την απογοήτευση που φέρνει η μη ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Μαζί με όλα αυτά, τα μωρά, τα νήπια καθώς και πολλά απ’ τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν ποιές είναι κάθε φορά οι συγκεκριμένες ανάγκες τους που δεν ικανοποιήθηκαν και νοιώθουν συγχισμένα. Σαν αποτέλεσμα τα περισσότερα μικρά παιδιά δεν είναι σε θέση να πουν στους γονείς τους τί είναι εκείνο που τα ενοχλεί και ποιός είναι ο λόγος που δεν μπορούν από μόνα τους να φροντίσουν για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Τα Τάιμ-άουτ
Όταν χρησιμοποιούνται τα τάιμ-άουτ, οι γονείς πρώτα απαιτούν σταθερά απ’ το παιδί τους να σταματήσει να συμπεριφέρεται άτακτα και να ηρεμήσει. Στη συνέχεια απαιτούν απ’ αυτό να πάει σε ένα δωμάτιο και να καθήσει κάπου μόνο του, μακριά απ’ τους γονείς του, συμβουλεύοντάς το να μη βγει από κει παρά μόνο αφού αυτοί διαπιστώσουν πως είναι σε θέση να ελέγξει τη συμπεριφορά του. Με το να του επιβληθεί τάιμ-άουτ ουσιαστικά μεγαλώνει ο χρόνος που το παιδί θα πρέπει υπομείνει τη δυσάρεστη συνέπεια της ανικανοποίητης ανάγκης του, η οποία είναι και η αιτία της κακής του συμπεριφοράς. Συνεπώς οι φυσιολογικές και λογικές ανάγκες του που παραμένουν ανικανοποίητες επιδεινώνουν τα αισθήματα απόγνωσης που νοιώθει όσο διαρκεί το τάιμ-άουτ. Τα μικρά παιδιά νοιώθουν αξάρτηση απ’ τους γονείς τους, θέλουν να βρίσκονται μαζί τους, τους αγαπούν και τους χρειάζονται.
Εκείνο που παροξύνει αυτή τη διαρκώς επιδεινούμενη δυσάρεστη κατάσταση απογοήτευσης είναι το γεγονός ότι το παιδί θα πρέπει να βρίσκεται μόνο του μακρυά απ’ τους γονείς στους οποίους στηρίζεται και απ’ τους οποίους περιμένει να ικανοποιήσουν την ανάγκη που έχουν. Αυτό το μέτρο της απομάκρυνσης απ’ την κύρια πηγή ανακούφισης, ασφάλειας και αίσθησης ευημερίας, το οποίο επιβάλλεται στο παιδί, επαυξάνει σημαντικά τη δυστυχία του παιδιού. Ταυτόχρονα, η μοναξιά του τάιμ-άουτ είναι πιθανό να προκαλέσει πρόσθετα ανησυχητικά συναισθήματα τα οποία το παιδί καλείται να υπομείνει. Όχι σπάνια, οδυνηρά και δυσάρεστα συναισθήματα όπως φόβος και ανησυχία αναπτύσσονται. Ένα αναστατωμένο παιδάκι που είναι υποχρεωμένο να κάτσει ήσυχα και μάλιστα μόνο του στο τάιμ-άουτ πολύ συχνά αισθάνεται θυμωμένο. Και ναι μεν δεν τολμάει να εκφράσει το θυμό του όταν υφίσταται το τάιμ-άουτ, όμως συχνά τον εξωτερικεύει με το να θυμώνει και να γίνεται απείθαρχο κάποια στιγμή μετά την αποδέσμευσή του απ’ το τάιμ-άουτ. Η τακτική του να αποχωρίζεται το παιδί απ’ τους γονείς λόγω του τάιμ-άουτ μπορεί η ίδια να γίνει αιτία για μελλοντική κακή συμπεριφορά με το σκεπτικό ότι η μοναξιά του τάιμ-άουτ μεγεθύνει τις απογοητεύσεις που αισθάνεται ένα παιδί που ήδη νοιώθει απογοητευμένο.
Τα διαπροσωπικά διλήμματα και συγκρούσεις λύνονται καλύτερα όταν το κάθε άτομο έχει αρκετές ευκαιρίες να εκφραστεί και να ακουστεί απ’ την άλλη πλευρά. Ο παραδειγματισμός, η πρωτοβουλία και η εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας του ανοιχτού και ελεύθερου διαλόγου είναι πράγματα απαραίτητα για να μπορέσει ένα παιδί να μάθει τον υγιή τρόπο επίλυσης των προβλημάτων. Είναι η μέθοδος των τάιμ-άουτ πρόσφορη και κατάλληλη μέσα στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας; Η προσφορά βοήθειας προς τα παιδιά για να μάθουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους σε συνδυασμό με την υπομονή των γονιών είναι στοιχεία απαραίτητα αν πραγματικά θέλουμε να αναπτύξουν την ικανότητα να εκφράζουν τα συνασθήματά τους και τις ανάγκες τους με λόγια και όχι με ενέργειες (“ξεδίνοντας” δηλαδή με τρόπους κατά κανόνα αρνητικούς).
Μακροχρόνιες επιπτώσεις απ’ τα συχνά τάιμ-άουτ
Για ένα παιδί που είναι ανικανοποίητο και νοιώθει άβολα και δυσάρεστα, το τάιμ-άουτ του επιβάλει σιωπή και του δημιουργεί την αίσθηση ότι οι γονείς του το απορρίπτουν. Όταν ατακτεί και του επιβάλλεται τάιμ-άουτ αισθάνεται πληγωμένο. Το πλήγωμα αυτό συνδυασμένο με την απόγνωση που το οδήγησε να ατακτήσει γεννάει οργή. Και πρακτικές πειθαρχίας σαν το τάιμ-άουτ που πληγώνουν και προκαλούν οργή μπορούν να κάνουν ζημιά στο παιδί. Μια σοβαρή συνέπεια που μπορεί να προκαλέσει η τακτική επιβολή του τάιμ-άουτ κατά την παιδική ηλικία είναι να δώσει στο παιδί τό “μάθημα” ότι θα πρέπει να καταπνίγει, να “μποτιλιάρει”, τα όχι και τόσο “καθωσπρέπει” συναιθήματά του. Καθώς αναστατωμένα υπομένουν ένα τάιμ-άουτ και όντας σε αδυναμία να εξωτερικεύσουν αρνητικά ή και καταστροφικά ακόμη συναισθήματα, τα παιδιά έχουν ανάγκη να σταματήσουν τα οδυνηρά αυτά συναισθήματα που βρίσκονται ενεργοποιημένα μέσα τους. Για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση αυτή τα παιδιά μαθαίνουν να αγνοούν ηθελημένα τα οδυνηρά και φορτισμένα με οργή συναισθήματά τους και να επιλέγουν να εστιάσουν την προσοχή τους σε “άλλα των άλλων”! Μαθαίνουν δηλαδή να απωθούν τα δυσάρεστα συναισθήματά τους. Στη συνέχεια της διαδρομής όμως προκύπτουν διάφορες συνήθειες νευρικής φύσεως, όπως το να τρώνε τα νύχια τους, να τραβούν τα μαλλιά τους, να γρατσουνιούνται, να τραβούν τα ρούχα τους, να τσιμπιούνται, και πολλές άλλες παρόμοιες συμπεριφορές. Ο σκοπός των συμπεριφορών αυτών είναι να αποδιώξουν τα δυσάρεστα συναισθήματα που κουβαλούν και – λες και προσπαθούν να επαληθεύσουν την κριτική των γονιών τους – να τιμωρήσουν τον εαυτό τους. Όλοι αυτοί οι αμυντικοί μηχανισμοί εξυπηρετούν την ανάγκη να γίνει εκτόνωση του θυμού και να ξεχαστούν τα δυσάρεστα συναισθήματα. Το αποτέλεσμα είναι η άγνοια ή η αδυναμία αναγνώρισης των πραγματικών συναισθημάτων να αποτελεί συχνά χαρακτηριστικό στοιχείο της ζωής ενός ανθρώπου. Κάτι τέτοιο περιορίζει την αυτογνωσία του και είναι πιθανό να έχει αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής του για όλη την μετέπειτα ζωή του.
Πώς να μεγαλώσετε ένα παιδί με καλή συμπεριφορά (καλοαναθρεμένο)
Ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσετε το παιδί σας να αναπτύξει καλή συμπεριφορά και αυτοπειθαρχία είναι να καλύπτετε τις φυσιολογικές και απαραίτητες για την ηλικία του ανάγκες και ενστικτώδεις παρορμήσεις, να του δείχνετε πώς να βιώνει τις ανθρωπιστικές αξίες μέσα απ’ τις καθημερινές σας οικογενειακές διαδικασίες και σχέσεις, με τον τρόπο που ζήτε αλλά και με άλλους παραστατικούς τρόπους, και τέλος να του δίνετε ευκαιρίες να έχει εμπειρίες και ευκαιρίες που εμπεδώνουν και ενισχύουν αυτές τις αξίες. Τα παιδιά παρουσιάζουν άστατη συμπεριφορά και είναι “χαλασμένα” και κακομαθημένα όταν οι γονείς τους δεν ικανοποιούν τις φυσιολογικές και λογικές ανάγκες τους με συνεπή και σωστό τρόπο.
Ποιές είναι οι βασικές και φυσιολογικές ανάγκες της παιδικής ηλικίας; Όταν ένα παιδί έχει καλή σωματική υγεία, τρέφεται σωστά, ασκείται ικανοποιητικά και δεν είναι κουρασμένο, τότε μπορούμε να πούμε πως οι υλικές-σωματικές ανάγκες του παιδιού αυτού καλύπτονται. Ένα παιδί που δέχεται αρκετή και συνεχή χορταστική προσοχή, στοργή και αναγνώριση απ’ τους γονείς και άλλους ενήλικους και παιδιά – τα άτομα δηλαδή με τα οποία είναι συναισθηματικά δεμένο – τότε οι κοινωνικές και συναισθηματικές του ανάγκες θεωρούνται ικανοποιημένες. Και αν η φυσιολογική του περιέργεια, η εξερευνητική του φύση και διάθεση και όλα τα άλλα έμφυτα ενδιαφέροντά του έχουν πληθώρα ευκαιριών σε σταθερή βάση ώστε να μπορέσουν να ξεδιπλωθούν και να αναπτυχθούν, τότε και οι διανοητικές ανάγκες αυτού του παιδιού θα βρίσκουν την ικανοποίησή τους. Όταν τα παιδιά ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον που τα υποστηρίζει και τα εμπνέει αισθήματα εμπιστοσύνης και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον απολαμβάνουν ευκαιρίες που τα δίνει τη δυνατότητα να γίνονται σταδιακά όλο και περισσότερο ανεξάρτητα και αυτόνομα, να κάνουν επιλογές και να έχουν ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, τότε η φυσιολογική τους ανάγκη να έχουν κάποιο έλεγχο της προσωπικής τους ζωής και να τους “πέφτει λόγος” όσον αφορά τα δικά τους θέματα βρίσκει σωστή και αναλογική ανταπόκριση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι γονείς ή οι υποψήφιοι γονείς να αποκτήσουν σωστή ενημέρωση για τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα καθενός απ’ τα πρώτα στάδια ανάπτυξης ενός ανθρώπου ώστε να γνωρίζουν τί να περιμένουν απ’ το παιδί τους. Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουν έναν φαρμακερό και επικίνδυνο μύθο που επιμένει να κάνει τη ζημιά του στη σημερινή κοινωνία – το μύθο που λέει πως η πλήρης ικανοποίηση όλων των αναγκών ενός παιδιού χαλάει το παιδί. Η υπεύθυνη επιστημονική έρευνα πάνω στο θέμα αυτό επιμένει πως ακριβώς το αντίθετο είναι σωστό. Το σωστά πειθαρχημένο παιδί το συναντούμε εκεί που οι γονείς σωστά και κατάλληλα ικανοποιούν όλες τις ανάγκες της παιδικής και της εφηβηκής ηλικίας.
Ο Δρ. Peter Haiman είναι σύμβουλος παιδικής ανατροφής για 30 χρόνια. Δημιούργησε και διηύθυνε ένα κέντρο γονιών και παιδιού στο Κλήβελαντ του Οχάιο, το οποίο κέρδισε παναμερικανική αναγνώριση. Ήταν επίσης πρόεδρος του Τμήματος Παιδικής Ανάπτυξης και Πρώτης Παιδικής Ηλικίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας.